- χθεσινός
- η , ό[ν]1) вчерашний; 2) недавний;
χθεσινή ιστορία — недавняя история;
3) новый, недавно появившийся;χθεσινός άνθρωπος — новый человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χθεσινή ιστορία — недавняя история;
χθεσινός άνθρωπος — новый человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χθεσινός — χθεσινός, ή, ό και χτεσινός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χτεσινή ημέρα, αυτός που έγινε χτες: Αυτό το φαΐ είναι χθεσινό. 2. πρόσφατος, του τελευταίου καιρού: Αυτό είναι χτεσινό παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χθεσινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινός — ή, ό / χθεσινός, ή, όν, ΝΜΑ, και χτεσινός Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, που έγινε ή συνέβη χθες (α. «η χθεσινή γιορτή» β. «τῇ χθεσινῇ τραπέζῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. συνεκδ. πρόσφατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθές + κατάλ. ινός… … Dictionary of Greek
χθεσινά — χθεσινός neut nom/voc/acc pl χθεσινά̱ , χθεσινός fem nom/voc/acc dual χθεσινά̱ , χθεσινός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινόν — χθεσινός masc acc sg χθεσινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινοί — χθεσινός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινοῦ — χθεσινός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινῆς — χθεσινός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινῇ — χθεσινός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινή — χθεσινός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθεσινήν — χθεσινός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)